- σκιάξιμο
- τό1) испуг; 2) устрашение, запугивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκιάξιμο — το πρόκληση φόβου, τρόμαγμα: Τα έκανε αυτό για σκιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιάξιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα τού σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. ιμο (πρβλ. κράξ ιμο)] … Dictionary of Greek
ξαφνισμός — ο [ξαφνίζω] ξάφνιασμα, έκπληξη, σκιάξιμο … Dictionary of Greek
ξύπασμα — το [ξυπάζω] 1. ξάφνιασμα, σκιάξιμο 2. ξυπασιά, έπαρση, κομπασμός, υπερηφάνεια … Dictionary of Greek
σκιάσμα — το, Ν [σκιάζω (II)] σκιάξιμο, τρόμαγμα … Dictionary of Greek
σκιασμός — (I) ὁ, ΜΑ [σκιάζω (Ι)] το σκίασμα αρχ. 1. εμφάνιση φαντάσματος 2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια. (II) και σκιαγμός, ο, Ν [σκιάζω (II)] σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
φοβέρα — η εκφοβισμός, φοβέρισμα, απειλή, σκιάξιμο: Και ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά (Δ. Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)